προφρων

προφρων
    πρόφρων
    πρό-φρων
    2, gen. ονος
    1) весьма ревностный, исполненный готовности или решимости
    

(κραδίη Hom.)

    π. ἀρήξειν Hom. — готовый помочь

    2) благосклонный
    

(τινί Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προφρων" в других словарях:

  • πρόφρων — with forward mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» …   Dictionary of Greek

  • πρόφρον — πρόφρων with forward mind masc/fem voc sg πρόφρων with forward mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρονα — πρόφρων with forward mind neut nom/voc/acc pl πρόφρων with forward mind masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφρονέως — πρόφρων with forward mind indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφρόνων — πρόφρων with forward mind gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφρόνως — πρόφρων with forward mind adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρονες — πρόφρων with forward mind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρονι — πρόφρων with forward mind dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρονος — πρόφρων with forward mind gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφρονέως — Α επίρρ. βλ. πρόφρων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»